Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Γρανίτα Φασολάδα



Με πιάνουν τα νεύρα μου κάτι βράδια σαν αυτό. Καλοκαιρινά κι όμορφα και τόσο ζεστά που φλερτάρω με την ιδέα του να βάλω το κεφάλι μου στη κατάψυξη για λίγο μπάς κι έρθω στα ίσα μου.. Και κάπου εκεί μεταξύ παγοθηκών,αρακά και παγωτού (ωχ, παγωτό! :D) το κεφάλι μου θ' αρχίσει να παίρνει στροφές και ν' αναρωτιέται γιατί είναι χωμένο σε μια κατάψυξη κι όχι κάπου έξω..

Η Αθήνα γύρω στο 15αύγουστο είναι θεωρητικά άδεια. Urban legend, παιδιά μου.
Μόνο άδεια δεν είναι. Εκτός αν εγώ είμαι καρμικά fucked και όσοι παρέμειναν, αποφάσισαν σύσσωμοι να μου κάνουν πλάκα και να μ' ακολουθούν παντού για να μή νιώσω ποτέ μόνη (ooh spooky)..
Όλοι κάπου πάνε, κάτι κάνουν, τους βλέπω σαν πανικόβλητες μέλισσες γύρω από χυμένο καρπούζι να βιάζονται με τις ψάθες και τα βατραχοπέδιλα παραμάσμαλα να πάνε στις παραλίες τις εξωτικής Αττικής -οι περισσότερο τυχεροί στα νησιά/λιμάνια/αεροδρόμια- να εκθέσουν τις κορμάρες τους και να πιούνε φραπέ με τον ρυθμικό ήχο των ρακετων τους και την άμμο που πετάγεται και προσγειώνεται όλο χάρη στα κεφτεδάκια της θείας πιο πέρα η οποία φωνάζει στο νήπιο να μη πάει πιο βαθιά γιατί θα βγεί ο moby dick και θα του φάει το πουλάκιιιιιιιιι ..ΑΝΑΣΑ!
Δεν υπάρχει καλύτερο από το Ελληνικό καλοκαίρι. Δασύτριχα στέρνα ξεπροβάλλουν από λευκά πουκάμισα παρέα με την εσάνς ιδρωτίλας λεωφορείου και ύφους "μόλις έφαγα 4 κιλά τυρί φέτα".
Οικογένειες ξεχύνονται στους δρόμους με τ'αυτοκίνητά τους για το κοντινότερο σκουπιδαριό-συγγνώμη, εννοούσα "παραλία"-, πατέρας τσαντίζεται και βρίζει τους άλλους οδηγούς. Μητέρα τον επιπλήττει <<βρε αγάπη μου, τα παιδια!>>, εκείνος τα παίρνει ακόμη περισσότερο κι αρχίζει και φωνάζει και σ'αυτή, τα παιδιά στο πίσω κάθισμα έχουν γίνει σκατά με τα λιωμένα παγωτά,τώρα διψάνε και η γιαγιά γκρινιάζει για το ερ κονίσιον, έξω έχει 240 βαθμούς κελσίου κι ο διπλανός ταρίφας παίζει Καψούρα fm γκαρίζοντας "μαα που να πάαααωωωω, αφού είσαι όοολη μου η ζωήηηηη" στο μποτιλιαρισμένο δρόμο της παραλιακής.
Σαν διαφήμιση της ΕΒΓΑ, χαλαρή, δροσερή κι όμορφη..
Αμ δε!

Και δεν είναι να πείς οτι φταίνει οι ζέστες, οχι. Είναι που το μυαλό του Έλληνα έτσι στροφάρει κι αυτό έχει συνηθήσει. Ιδρώτας, Aroxol και μια χωριάτικη στο 4.

Για να μην αναφερθώ στην άλλη κατηγορία, εκείνη των ψευτοhigh class ηλίθιων που κωλοχαίρονται γιατί βρήκαν δωμάτιο σε τιμή ευκαιρίας, μόνο 100ευρώ τη βραδιά, στη Μύκονο κι επιτέλους θα φορέσουν τα χρυσά μαγιώ τους και θα μοιραστούν το οξυγόνο τους με κάποια παρακμιακή σελέμπριτι. Και τι κατάλαβες? Άλλαξε προς το καλύτερο τώρα η μίζερη κι εξαρτώμενη απ' τις ανουσιότητες ζωή σου?
Έμαθα πως η τιμή ενοικίασης ξαπλώστρας δίπλα σε ξαπλώστρα "επώνυμου" είναι 1.500 ευρώ.
I kid you not.
Και δυστυχώς γωρίζω κόσμο που είναι ικανοί να δουλεύουν όλο το χειμώνα για να κάνουν τέτοιου είδους διακοπές. Τους ρωτάς πως ήταν το νησι κι αυτοί σου απαντούν: "α μια χαρά, η τάδε φορούσε αυτό το μαγιώ,το δικό μου φυσικά είναι καλύτερο, η άλλη μου έσπασε τα νεύρα στο δωμάτιο, η τρίτη φασώθηκε με τόσους στο club και μάντεψε ποιόν τραγουδιστή είδα εκεί που έπινα το freddo, οχι μάντεψε!"

Χέστηκα μωρή, το νησί σε ρώτησα πως ήταν.


ΣΑΝ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ, ΝΑ ΕΥΧΕΣΑΙ ΝΕΡΟ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ...

Οι δικές μου διακοπές φέτος κράτησαν δέκα μέρες στην Ιθάκη. Σ'ενα μικρό σπίτι ετοιμόρροπο με μια βεράντα που απ'τους σεισμούς σιγά σιγά την κάνει προς το γκρεμό παρέα με τα κατσίκια.
Μακριά από ανθρώπους και τον Αθηναϊκό πολιτισμό τους. Δέκα μέρες γέμιζα με την απίστευτη θέα θάλασσας και δάσους και νυχτερινού ουρανού τόσο καθαρού και γεμάτου αστέρια.
Εγώ, το παλικάρι, έντομα και το φάντασμα του παππού. Χάρμα.

Εκεί έφαγα τα καλύτερα τυροπιτάκια της ζωής μου. Άσχετο αυτό αλλά το θυμήθηκα κι εξτασιάστηκα.
Νερό στο νησί δεν υπάρχει. Κάτι πήγαν να κάνουν μ'αφαλάτωση και τα σκατώσαν. Οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού γεμίζουν 1-2 φορές την εβδομάδα τα ντεπόζιτά τους και μ'αυτό το νερό πλένονται και ποτίζουν, ούτε λόγος να το πιείς όμως. Οι δρόμοι θεόστενοι και γεμάτοι στροφές, λιγο να παρασυρθείς απ'τη θέα κι έφυγες χαμογελαστός στο γκρεμό. Ευτυχώς που δεν οδηγούσα εγω γιατί ή που δε θα ήμουν τώρα εδώ να τα πληκτρολογώ όλ'αυτα, ή που θα είχα παρατήσει το αυτοκίνητο πάνω σε κάποια στροφή και θα περίμενα ακόμα με το δάχτυλο στο στόμα να μου το φέρουν. Φυσικά ούτε φώτα υπάρχουν οπότε εκεί ευγνομωνείς αυτόν που σκέφτηκε να τα κοτσάρει στ' αυτοκίνητα να μην είσαι σήμερα γκαβός.
Τα βράδια στη βεράντα αν τύχαινε ν' ακούσω κανα κουλό, αφύσικο για τα δικά μου data, θόρυβο, χεζόμουν πάνω μου και φανταζόμουν σχιζοφρενείς δολοφόνους με τσεκούρια να παραμονεύουν στο σκοτάδι κι εκεί συνειδητοποιούσα πόσο με έχει βαρέσει η μαλακία και η ανασφάλεια της πόλης.
Εκεί επίσης συνειδητοποιούσα πόσο απεγνωσμένα χρειαζόμουν την αποτοξίνωση αυτής και δη στο παραδεισάκι μου, στη δική μου Ιθάκη. (Ναι ρε, δική μου,τρέχει κάτι?)
'Ετσι η επιστροφή στα headquarters μου κακοφάνηκε, όχι μόνο γιατί περνούσα πραγματικά όμορφα αλλά και γιατί η άγρια ομορφιά και η γαλήνη, believe me, δύσκολα συναντάται.
Και με τα σκατά 'δω πέρα απλά την αναζητάμε ακόμα περισσότερο, την Ιθάκη και την κάθε Ιθάκη.
Ο άνθρωπος, μάγκες, δε δημιουργήθηκε για να δουλεύει σαν σκυλί σε μια δουλειά που δε του προσφέρει τίποτα μέσα του απλά για να έχει λεφτά να ξοδεύει σε πράγματα που έχει την αυταπάτη οτι γεμίζουν το εσωτερικό του κενό,να μη ξέρει τι του φταίει, για να φωνάζει, να τσακώνεται, να κατεβάζει χημείες για το stress νιώθωντας υποσυνείδητα οτι τον σκοτώνουν τα ψηλά γαμίδια από τσιμέντο. Να γίνεται μπούγιο και να ζεί με το μπούγιο. Να ζεί για τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις διακοπές στη Μύκονο κι όπου αλλού μπορεί να ξοδέψει, να δειχτεί και να πηδηχτεί μπας κι αποκτήσει για λίγο λόγο να χαμογελάει. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα που θα έπρεπε να έχει. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του. (Το ποιός είναι, είναι άλλο θέμα) Κλεισμένοι στα όμορφα κουτάκια μας επαγωγικά φτάνουμε στην απόλυτη σαπίλα και δε το παίρνουμε καν πρέφα και ζωή σημαίνει "απλά περιμένω να πεθάνω". Μάντεψε όμως. Έτσι είσαι ήδη νεκρός.

Ακούγομαι σαν φιλόσοφος της κουράδας.
Συχτίρ, πάω να ξαναβάλω το κεφάλι στη κατάψυξη.