Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Ξαφνικά συνειδητοποίησα

πως θέλω να πάω για μπάνιο.
Ω, ναι για μπάνιο. Στη θάλασσα.

Photobucket

Περίεργο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Θυμάμαι,
είχα μια βδομάδα που μετακομίσαν οι δικοί μου Ελλάδα. Αύγουστος '90.
Ένα μεσημέρι, είδα ένα θεόκοντο κοριτσάκι με μαλλιά μέχρι τον ώμο να σέρνει μια σακούλα γεμάτη παιχνίδια στο δρόμο, έξω απ' το σπίτι μου. Γύρισε, με κοίταξε, μου χαμογέλασε και μου είπε με μια φυσικότητα "θες να γίνουμε φίλες"? Θυμάμαι οτι τα ελληνικά μου ήταν από άθλια εως μηδαμινά και απλά μουρμούρισα "μαμαααα....".

Η Ελένη έμενε 3 σπίτια πιο πέρα. Έγινε η πρώτη και καλύτερή μου φίλη έκτοτε.
Εγώ 8, εκείνη μερικούς μήνες μικρότερη. Θα συναντιόμασταν κάθε μέρα πρίν το σχολείο, στο διάλειμμα θα μοιραζόμασταν το σακουλάκι με τα κρακεράκια απ' το κυλικείο, τα χρωματιστά μολύβια μας κι εκείνα τ' αρωματικά χαρτιά και φακέλους αλληλογραφίας.
Τ'απογέυματα μετά το σχολείο θα βρισκόμασταν πάντα για ν'ανέβουμε στο λόφο μας να παίξουμε "καστράκι" ή θα τρέχαμε σ'εξορμήσεις στη κοντινότερη οικοδομή που θ' ανακαλύπταμε για..εξερεύνηση. Άλλες φορές θα κάναμε διαγωνισμούς για το ποιός θα κατάφερνε να περπατήσει ξυπόλητος μέχρι τη στροφή ξυπόλιτες στον -τότε- χαλικόστρωτο δρόμο.
Τα καλοκαίρια όταν γύρναγε απ' τη κατασκήνωση θα περνούσαν πάλι τάπογεύματά μας είτε τρώγωντας παγωτό ξυπόλητες με τα σορτσάκια στη γειτονιά, είτε στο δωμάτιό μου με τα πλέον κοινά μας παιχνίδια μιλώντας για τον Άγγελο που τον είχαμε "αγαπήσει" και οι δυό αλλά ο βρωμιάρης δε μας έδινε σημασία.

Στο Γυμνάσιο δεν αλλάξαν και πολλά, μόνο που ήμασταν μαζί στη τάξη και στο θρανίο.
Καμιά φορά θα ερχόταν με κάτι καινούργιο σπίτι μου, όπως μερικά υφάσματα,βελόνες και κλωστές και θα μου έλεγε "σήμερα έμαθα να ράβω! Έλα να σου δείξω κι εσένα".. Άλλη φορά θα φτιάχναμε βραχιολάκια φιλίας με κλωστές, ή θα έβαφε η μία το πρόσωπο της άλλης με νερομπογιές και θα φρικάραμε όταν μετά από ώρες μας έπιανε απίστευτη φαγουρα και δε τολμούσαμε να πούμε στις μανάδες μας γιατι..

Το "έρχομαι να παίξουμε" αντικαταστάθηκε με το "έρχομαι για καφέ".
Καφέ και κρυφό τσιγάρο στην οικοδομή στη γειτονιά που ονομάσαμε Ρουλόσπιτο επειδή πηγαίναμε εκει βόλτα τη σκύλα μου.
Μαζί κάναμε και το πρώτο μου joint, το πρώτο μεθύσι, τα πάρτυ γεννεθλίων.
Φάγαμε ενα ολόκληρο απόγευμα κάνοντας δοκιμές για το πώς θα κάναμε τις υπογραφές μας -αναπόφευκτα μέχρι και σήμερα είναι σχεδόν ολόϊδιες.
Με έιχε πείσει να κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά για να τα κάνουμε βίδες. Μια φορά που επιχείρησα να τα ξανθύνω μόνη μου, καταστρέφοντάς τα παντελώς, εκείνη ερχόταν σπίτι μου την ώρα που έβγαινα να τη συναντήσω στο δικό της. Με είδε απο μακριά, έβαλε τα γέλια και με έδειχνε με το δάχτυλο για να μου πεί μετά οτι δεν είναι τόσο τραγικά, ας τα βάψουμε παρέα.
Μεγαλώναμε μαζί και η Ελένη ήταν η αδερφή που ποτέ δεν είχα.
Πάντα παρούσα στη ζωή μου κι εγώ πάντα παρούσα στη δική της.
Πολλές φορές καθόμασταν για ώρες χωρίς ν' ανταλλάξουμε κουβέντα κι απλά που και που σκάγαμε στα γέλια, νιώθωντας οτι κάναμε μια απ' τις καλύτερες σιωπηλές συζητήσεις της ζωής μας!
Δε χρειαζόταν να μιλήσουμε, απλά να είμαστε στον ίδιο χώρο. Μαζί.
Εγώ θα έπαιζα πιάνο κι εκείνη στο ρόλο της τραγουδίστριας θα έπαιρνε πόζες και θα καθόταν πάνω στο πιάνο μου και θα τραγουδούσε παράφωνα το όποιο καινούργιο κομμάτι της μάθαινα..
Είχαμε λιώσει τα Ξύλινα Σπαθιά και το "Σιωπή".
Ήμουν απ' τα ντροπαλά κορίτσια στο σχολείο. Η Ελένη το άκρως αντίθετο. Εκείνη μου έμαθε να ζώ κι εγώ της έμαθα άλλα πράγματα.. Εκείνη τα ξέρει.

Πρέπει να έχω τσακωθεί με πολύ κόσμο για κείνη. Είτε με τους δικούς μου που δε τη πολυχώνευαν γιατί δεν ήταν ποτέ ήσυχη και πάντα μαζί καταφέρναμε to get in trouble, είτε με παιδιά εντός κι εκτός σχολείου, είτε με δασκάλους..
Και με την ίδια είχαμε τσακωθεί τόσες πολλές φορές που ούτε καν θυμάμαι.
Μερικές φορές για σοβαρά πράγματα, άλλες για τα πιο ασήμαντα.
Μετά το Λύκειο οι δρόμοι μας χώρισαν. Άλλες παρέες, άλλα μυαλά, άλλα ενδιαφέροντα, άλλη αντιμετώπιση της φιλίας μας υποθέτω.. Δε τσακωθήκαμε. Θυμάμαι έπαιζα πιάνο όταν μπήκε από τη πόρτα της κουζίνας φωνάζοντας με αστείο τρόπο τ' όνομά μου. Εκείνη την ημέρα της είπα να ξεκόψουμε γιατί είχε χάσει τη μπάλα και φερόταν εδω και μερικά χρόνια πολύ λάθος σε μένα.
Το τι είχε γίνει, τώρα πλέον είναι ασήμαντο.
Μου είπε οτι το ήξερε, οτι είχα δίκιο, μου ζήτησε συγγνώμη και μου είπε οτι μ'αγαπάει.
Από τότε δεν έχει περάσει μέρα που να μη τη σκέφτομαι έστω για λίγο.

Όταν αρρώστησε η μητέρα της, ήταν εποχή που δε κάναμε πια παρέα. Στο μυαλό μου την είχα σε stand by. Οτι όταν περάσει ο καιρός θα ξανακάναμε παρέα όπως και πρίν, ότι θα γερνάγαμε μαζί κι ότι η συμφωνία που κάναμε στο Δημοτικό θα γινόταν πραγματικότητα, η μία θα βάφτιζε το παιδί της άλλης όταν θα μεγαλώναμε κι οτι όποια έκανε πρώτη αγόρι θα το βγάζαμε Σεμπάστιαν. Κολλημένες τότε με το κομμάτι του Παπακωσταντίνου κι έτσι μας έμεινε.
Την είδα στη κηδεία της μητέρας της. Είχαν περάσει 3 χρόνια περίπου. Τη βρήκα μετά τη κηδεία πίσω απ' την εκκλησία. Αγκαλιαστήκαμε και έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα 2-3 φορές σπίτι της, είχε πυρετό και της πήγα βιταμίνες και παυσίπονα και καθόμασταν μαζί. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε..
Αποφάσισε να μετακομίσει στη Σκωτία, να μείνει με τον αδερφό της, δεν άντεχε στο σπίτι.
Όταν ήρθε Ελλάδα για διακοπές, μου έδειχνε περήφανη το tattoo που έκανε στα πλευρά, με το όνομα της μαμάς της.

"Ειρηνάκι θα μου βάψεις τα μαλλιά?" Καθώς της τα'βαφα στο δωμάτιό της σκεφτόμουν οτι λίγα έχουν αλλάξει σ' αυτό το δωμάτιο κι αυτό το κορίτσι μου έλειπε αλλά δεν ήταν ακόμη καιρός...
Μου έλεγε για το ταξίδι που έκανε μόνη της στο Amsterdam, επόμενος σταθμός Τενερίφη. Δε ξέρω αν πήγε ποτέ...
Τελευταία φορά που ήρθε, ήταν για τα γεννέθλιά της φέτος το Μάρτιο. Μου είπαν οτι πήρε τηλέφωνο και οτι πέρασε να με δεί αλλά έλειπα..


Αρχές Ιουνίου με πήραν τηλέφωνο.
Την είχαν μαχαιρώσει τα μεσάνυχτα την ώρα που έκλεινε το μαγαζί στο οποίο δούλευε στη Γλασκώβη. Τη βρήκαν νεκρή το πρωί στη κουζίνα του μαγαζιού, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Είπαν οτι πάλεψε πολύ γιατί ήταν και πολύ άσχημα χτυπημένη. Εννοείται και πάλεψε, ήταν απλά τέτοιος άνθρωπος, δε θα φώναζε για βοήθεια, θα' παιρνε ενα τηγάνι να κοπανήσει στο κεφάλι όποιον τολμούσε να τους ληστέψει. Αντράκι απλά.

Σκέφτομαι τι περνούσε απ΄το μυαλό της, την αδρεναλίνη και τον φόβο όταν σε κυνηγάει κάποιος με μαχαίρι. Όταν σε χτυπάει στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Όταν γεμίζουν τα ρούχα σου με το αίμα σου. Όταν διαπερνάει το μαχαίρι τη καρδιά σου. Όταν ξεψυχάς ολομόναχη στο πάτωμα μιας κουζίνας, παρατημένη να πεθάνεις για να κλέψουν 1000 λίρες. Τόσα θεώρησαν οτι άξιζε η ζωή της.
Δημιουργώ τις σκηνές στο μυαλό μου, σε μια παράλογη προσπάθεια του να καταλάβω γιατί και πώς..
Το βράδυ που έγινε αυτό ήμουν στο σπίτι του φίλου μου. Ένιωθα παράξενα, ανήσυχα, σαν ενα ανεξήγητο βάρος στο στήθος. Που να φανταζόμουν το γιατί..

Νιώθω τύψεις, απίστευτες τύψεις που συνειδητά δε την είδα όταν ήρθε, που είχα τη χαζή ψευδαίσθηση πως οοοταν περάσει ο καιρός και αλλάξουμε θα ξανακάνουμε παρέα όπως πρίν. Μου είχε προτείνει να μείνω μαζί της και δεν ήθελα. "Οχι ακόμα". Στο μυαλό μου έβγαζε νόημα αυτό το γαμημένο "όχι ακόμα". Τώρα δε βγάζει. Τώρα δεν είμαι σίγουρη αν βγάζει γενικά νόημα το οτιδήποτε στο μυαλό μου.
Έχουν περάσει μήνες και τη βλέπω σχεδόν κάθε βράδυ στον ύπνο μου και πάντα ακούω τη φωνή της.
Δεν είμαι σίγουρη αν όντως είναι εκείνη ή απλά η ανάγκη μου να τη δώ.
Τα πρώτα βράδια φοβόμουν να κοιμηθώ γιατί ξυπνούσα για να συνειδητοποιήσω τη πραγματικότητα. Ή ξυπνούσα με το μαξιλάρι μου νοτισμένο απ'το κλάμα.
Φοβόμουν να βγώ το βράδυ μόνη μου, στο σπίτι όταν άκουγα κάποιο θόρυβο τιναζόμουν και ενώ ήξερα οτι γίνομαι παρανοϊκή, φοβόμουν οτι κάποιος μπήκε στο σπίτι μου και κρατούσε μαχαίρι.

Από το σπίτι της δε τολμώ να περάσω. Το Ρουλόσπιτο χτίστηκε επιτέλους κι έγινε σπίτι, το ίδιο και μια άλλη οικοδομή πιο πέρα που ονομάσαμε κι αυτό καστράκι μας.
Και να ήθελα να το ξεχάσω δε μπορώ, βρίσκεται απλά παντού, στο λόφο έξω απ'το σπίτι μου, στις πλατείες που αράζαμε, στο δωμάτιό μου, στα τραγούδια που ακούγαμε και σήμερα με φρικάρουν, παντού.
Αυτό το κορίτσι με σημάδεψε περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στη ζωή μου, μου έμαθε τόσα πολλά, με έκανε κατα κάποιο τρόπο τον άνθρωπο που είμαι σήμερα και νιώθω οτι πέθανε οχι ένας άλλος άνθρωπος, αλλά ο μισός εαυτός μου.
Τη θάυμαζα απεριόριστα για το μόνιμο χαμόγελο που φορούσε και το ταλέντο του να ζεί. Έστω απερίσκεπτα πολλές φορές, έστω στα άκρα, έστω κάνοντας απίστευτες βλακείες..
Όσοι τη γνώρισαν πίστευαν οτι η Ελένη δε θα πεθάνει ποτέ, παραείναι ζωντανή για να πάθει κάτι κακό. Μας έβγαλε όλους μαλάκες όμως.

Ο ένοχος πιάστηκε μερικές βδομάδες μετά τη δολοφονία της. Κάποιος Juan Carlos Suarez Crispin, Ισπανός σερβιτόρος που επίσης δούλευε στο εστιατόριο. Συνεργός του η καθαρίστρια που τη βρήκε το πρωί και κάλεσε την αστυναμία. Δυο άνθρωποι με παιδιά, ικανοί να αφαιρέσουν τη ζωή μιας 25χρονης κοπέλας που με όλους ήταν πάντα χαμογελαστή. Λες γιατί? Γιατί να το κάνουν αυτό και γιατί εκείνοι να ζήσουν τώρα, η φυλακή δεν είναι τιμωρία. Τίποτα δεν είναι αρκετά καλή τιμωρία γιατί πολύ απλά δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να της πώ οτι κι εγώ την αγαπάω.

Θα την ξαναδώ, ποιός ξέρει.. Εκεί I'll make things right.

Δε πίστευα έναν φίλο που ισχυρίζεται οτι μπόρεσε να "επικοινωνήσει" μαζί της όταν μου έλεγε για το μέρος εκείνο που πάνε οι νεκροί. Στο τέλος,μεταξύ άλλων μου είπε:
" μου είπε να σου πώ οτι σε αγαπάει πάρα πολύ και θέλει να προσέχεις τον εαυτό σου. Α, μου είπε κι ένα όνομα αλλά δε κατάλαβα γιατί".

Τον ρώτησα "τι όνομα?"

Η απάντησή του ήταν.. "Σεμπάστιαν".



Παλιά φωτογραφία
στην άδεια παραλία

σιωπή

κοιτάζω απ'το μπαλκόνι

το δρόμο που θολώνει
η βροχή.
Λένε πως στη χώρα που ναυάγησες

βασιλεύουν οι μάγισσες

βουλιάζουνε στο βυθό
και σε βγάζουνε
στον αφρό.
Λένε πως μας άφηνες στα κύματα

φυλαχτά και μηνύματα

τα βρήκανε τα παιδιά
και χαθήκανε
ξαφνικά.

Η πόλη σαν καράβι

τα φώτα της ανάβει
γιορτή.
Θυμάμαι που γελούσες

να μείνω μου ζητούσες
παιδί.

Λένε πως στη χώρα που ναυάγησες

βασιλεύουν οι μάγισσες
βουλιάζουνε στο βυθό
και σε βγάζουνε
στον αφρό...



...Λένε πως μας άφηνες στα κύματα φυλαχτά και μηνύματα